- καταβλητικος
- καταβλητικόςκατα-βλητικός3могущий опрокинуть
τοῦτο καταβλητικόν (sc. ἐστιν) Xen. — это хороший способ опрокинуть (противника)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τοῦτο καταβλητικόν (sc. ἐστιν) Xen. — это хороший способ опрокинуть (противника)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταβλητικός — ή, ό (Α καταβλητικός, ή, όν) [καταβάλλω] νεοελλ. αυτός που καταβάλλει, που καταπονεί αρχ. 1. ο ικανός ή ο κατάλληλος στο να καταρρίπτει κάποιον 2. αυτός που τού αρέσει να ανασκευάζει, να αντικρούει τους άλλους 3. μτφ. υβριστικός, δύστροπος … Dictionary of Greek
καταβλητικά — καταβλητικός fit for throwing off horseback neut nom/voc/acc pl καταβλητικά̱ , καταβλητικός fit for throwing off horseback fem nom/voc/acc dual καταβλητικά̱ , καταβλητικός fit for throwing off horseback fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλητικόν — καταβλητικός fit for throwing off horseback masc acc sg καταβλητικός fit for throwing off horseback neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλητικοί — καταβλητικός fit for throwing off horseback masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλητική — καταβλητικός fit for throwing off horseback fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταβλητικήν — καταβλητικός fit for throwing off horseback fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… … Dictionary of Greek
καταβλητικάς — καταβλητικά̱ς , καταβλητικός fit for throwing off horseback fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)